-
1 ἀποκρύπτω
Aἀποκρύπτασκε Hes.Th. 157
:—[voice] Pass., [tense] aor. -εκρύβην [ῠ] LXXJb.3.23: [tense] fut. - κρῠβήσομαι ib.Ps.18(19).6, Gal.UP10.12:—[voice] Med., [tense] aor.2- εκρυβόμην Apollod. 3.2.1
:—hide from, keep hidden from, c. acc. et gen.,αἴ γάρ μιν θανάτοιο.. δυναίμην νόσφιν ἀποκρύψαι Il.18.465
: c. dat. pers.,ἀπέκρυψεν δέ μοι ἵππους 11.718
: c. dupl. acc., hide or keep back from one,οῠτε σε ἀποκρύψω τὴν ἐμὴν οὐσίαν Hdt.7.28
;τι ἀπό τινος LXX4 Ki.4.27
:— [voice] Med.,ἀποκρύπτεσθαί τινά τι Pl.Lg. 702c
, X. Mem.2.6.29, etc.; ἀ. τι keep it back, Pl.Prt. 348e, cf. 327a: c. acc. pers., X.Cyr.8.7.23, Smp. 1.6.2 hide from sight, keep hidden, conceal, Od.17.286, etc.;ἔθηκε νύκτ' ἀποκρύψας φάος Archil.74.3
;τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν ἀ. Hdt.7.226
;ἀποκρύψει φάος νύξ A.Pr.24
;χιὼν ἀ. τι X. An.4.4.11
;ἀ. τὴν σοφίαν Pl.Ap. 22e
;ἀ. τὴν οὐσίαν ἐν ταῖς οἰκίαις Isoc.1.42
;εἰς τὸ ἄδηλον -κρύπτων X.Eq.Mag.5.7
:—[voice] Med., Ar.Eq. 424.483; ἀ. ἑαυτόν efface oneself, Pl.R. 393c: c. inf., ἀποκρύπτεσθαί τι μὴ καθ' ἡδονὴν ποιεῖν to conceal one's doing, Th.2.53;περὶ ὧν ἀποκρυπτόμεθα μηδένα εἰδέναι Lys.7.18
; [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,οὐκ ἀποκέκρυπται τὴν οὐσίαν D.28.3
: abs.,ἀποκρύψασθαι πρός τινα Isoc. 11.2
:—[voice] Pass., ; τοὺς ἀποκρυπτομένους those who withdraw from public, Alex. 265.II ἀ. γῆν lose from sight, of ships running out to sea, opp.ἀνοίγνυμι 1.3
,φεύγειν εἰς τὸ πέλαγος.. ἀποκρύψαντα γῆν Pl.Prt. 338a
, cf. Lib.Or.59.147; ἐπειδὴ ἀπεκρύψαμεν αὐτούς when we got out of sight of them, Luc.VH2.38, cf. Th.5.65 (sc. αὐτούς) τὴν θάλατταν (i.e. by marching inland) Aristid.1.473 J.; ἀποκρύπτουσι Πελειάδες (sc. ἑαυτούς) disappear, Hes.Fr. 179;ἄστερες ἄμφι σελάνναν ἀ. εἶδος Sapph.3
; but also [voice] Pass. of ships, Hero Aut. 22.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκρύπτω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий